Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιλφιώ — όω, Α [σίλφιον] καρυκεύω με σίλφιο … Dictionary of Greek
σιλφιωτός — ή, όν, Α [σιλφιῶ] καρυκευμένος με σίλφιο … Dictionary of Greek